- σκηνογραφώ
- σκηνογραφῶ, -έω, ΝΑ [σκηνογράφος]φιλοτεχνώ τη σκηνογραφία(αρχ)1. παριστάνω κάτι με τρόπο θεατρικό2. (κατ' επέκτ.) εξογκώνω («ἢ σύμπαντα ταῡτα ἐσκηνογράφησεν», Ηλιόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκηνογραφώ — σκηνογράφησα, κάνω τα σκηνικά κάποιου έργου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)